- ανταμώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, συναντιέμαι: Χθες αντάμωσα έναν παλιό συμμαθητή μου και τα είπαμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανταμώνω — ανταμώνω, αντάμωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ανταμώνω, ανταμώνομαι : μερικές φορές το ανταμώνω έχει και την έννοια ανταμώνομαι, π.χ. γρήγορα θα ανταμώσουμε (θα ανταμωθούμε) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταμώνω — [αντάμα] 1. συναντώ, συντυχαίνω κάποιον, σμίγω 2. (μτβ.) συνενώνω, συνδέω … Dictionary of Greek
ενταμώνω — ανταμώνω … Dictionary of Greek
ξανανταμώνω — ανταμώνω ξανά, ξανασυναντώ … Dictionary of Greek
ανταμώνομαι — ανταμώνομαι, ανταμώθηκα, ανταμωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανταμώνω, ανταμώνομαι : μερικές φορές το ανταμώνω έχει και την έννοια ανταμώνομαι, π.χ. γρήγορα θα ανταμώσουμε (θα ανταμωθούμε) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντάμα — (Μ ἀντάμα) επίρρ. μαζί, παρέα, από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αντάμα, εντάμα, που προέκυψε από τη μτγν. φρ. «ἐν τῷ ἅμα» με αποβολή του ω προ του ισχυρότερου α και αφομοίωση του αρχικού ε. Πρβλ. αντάμι, εντάμι, αντάμε, ανταμώς, ενταμώς, αντάμως,… … Dictionary of Greek
ανταμωτός — ή, ό [ανταμώνω] αντάμα με άλλον, συνταιριασμένος … Dictionary of Greek
απαντένω — 1. συναντώ, ανταμώνω 2. απαντώ, αποκρίνομαι … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
κρυφοσμίγω — 1. (αμτβ.) ανταμώνω κάποιον κρυφά 2. (μτβ.) διευκολύνω την κρυφή συνάντηση κάποιου … Dictionary of Greek